οιοσδήποτε

οιοσδήποτε
οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε)
(αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση τής κατάστασης»).
επίρρ...
οἱωσδήποτε (ΑΜ)
με οποιονδήποτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II), -α, -ον + αοριστολογικό μόριο δήποτε* (< δή ποτε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἱοσδήποτε — such as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • οιοσδήτις — οἱοσδήτις, οἱαδήτις, οἱονδήτις (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἵος (II) + δη + τις] …   Dictionary of Greek

  • οιοσδηποτούν — οἱοσδηποτοῡν, οἱαδηποτοῡν, οἱονδηποτοῡν (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἱοσδήποτε + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] …   Dictionary of Greek

  • οιοσποτούν — οἱοσποτοῡν, οἱαποτοῡν, οἱονποτοῡν (Α) (αντων.) οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II) + εγκλιτ. μόριο ποτέ + οὖν] …   Dictionary of Greek

  • οτιδήποτε — (ΑΜ ὁτιδήποτε) (αόρ. αντων.) βλ. οιοσδήποτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”